Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

καὶ ἀναιδής

См. также в других словарях:

  • πρόσωπο — Μέρος της κεφαλής που βρίσκεται κάτω από το μπροστινό τμήμα του κρανίου. Ο σκελετός του αποτελείται από 6 ζυγά οστά (άνω γνάθος, ζυγωματικό οστό, δακρυϊκό οστό, ρινικό οστό, κάτω ρινική κόγχη, υπερώιον) και από δύο μονά (κάτω γνάθος και ύνις)· τα …   Dictionary of Greek

  • παρρησία — η, ΝΜΑ 1. η ελεύθερη έκφραση γνώμης, το να εκφράζει κανείς την άποψή του με θάρρος και ειλικρίνεια («τἀληθῆ μετὰ παρρησίας ἐρῶ πρὸς ὑμᾱς», Δημοσθ.) 2. η ελευθερία τής προσέγγισης, το θάρρος τού χριστιανού να προσεγγίσει τον Θεό, να κοινωνήσει ή… …   Dictionary of Greek

  • θαρραλέος — α, ο (AM θαρσαλέος, νεώτ. αττ. τ. θαρραλέος, α, ον) άφοβος, τολμηρός, γεμάτος θάρρος (α. «θαρραλέος μαχητής» β. «θαρσαλέα φωνά», Πίνδ.) αρχ. 1. αυτός στον οποίο πιστεύει κανείς, στον οποίο έχει εμπιστοσύνη κανείς, αυτός που εμπνέει θάρρος… …   Dictionary of Greek

  • κυπραίικος — η, ο [Κυπραίος] 1. κυπριακός («κυπραίικο κρασί») 2. φρ. «κυπραίικο γαϊδούρι» πολύ αγροίκος και αναιδής άνθρωπος …   Dictionary of Greek

  • πομπιάζω — Ν 1. διαπομπεύω, εξευτελίζω, ρεζιλεύω 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) πομπιασμένος, η, ο α) ο άξιος πομπεύματος β) κακοήθης και αναιδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πομπή «όνειδος, ντροπή» + κατάλ. ιάζω* (πρβλ. κομπ ιάζω)] …   Dictionary of Greek

  • θαρρετός — και θαρρευτός, ή, ό [Μ θαρρετός, ή, ό(ν)] [θαρρώ] 1. αυτός που έχει θάρρος, θαρραλέος, τολμηρός 2. ενθαρρυντικός («θαρρετό σημάδι», Φαλιέρ.) νεοελλ. 1. θρασύς, αναιδής, αυθάδης («σαν πολύ θαρρετός είναι αυτός και δεν μού αρέσει») 2. ταχύς,… …   Dictionary of Greek

  • άτακτος — και άταχτος, η, ο (AM ἄτακτος, ον) [τάσσω] 1. ακατάστατος, χωρίς τάξη 2. απειθάρχητος μσν. νεοελλ. 1. αναιδής, θρασύς 2. απρεπής νεοελλ. 1. ζωηρός, ανήσυχος 2. «άτακτα σώματα στρατού» ή ως ουσ. άτακτοι αυτοί που δεν ανήκουν στον τακτικό στρατό 3 …   Dictionary of Greek

  • στραγγός — και στραγός, ή, όν, ΜΑ [στράγξ, γγός] 1. στριμμένος, συνεστραμμένος 2. ακανόνιστος, ασταθής («στραγγοὶ πυρετοί») 3. (για πρόσ.) αναιδής 4. αυτός που ρέει αργά, σταγόνα σταγόνα 5. (για πάθηση) σοβαρός («αἱ μονοπάθειαι τῶν ὀφθαλμῶν στραγγότεραί… …   Dictionary of Greek

  • ούτε — (ΑΜ οὔτε) (αρνητικό επίρρ. και συμπλεκτικός σύνδ. συν. διπλός ή πολλαπλός ο οποίος συνδέει παρατακτικά αρνητικές προτ. ή έννοιες) και όχι, και δεν (α. «ούτε πήγα, ούτε τηλεφώνησα» β. «οὔτε γὰρ ἵνα ἡ γένεσις μὴ ἐπιλείπῃ», Αριστοτ. γ. «οὔτε τι… …   Dictionary of Greek

  • λαμυρός — λαμυρός, ά, όν (Α) 1. γεμάτος αβύσσους, χαώδης («λαμυρὰ θάλασσα», Μέγα Ετυμολογικόν) 2. λαίμαργος, αδηφάγος («γάστριν καλοῡσι καὶ λαμυρὸν ὅς ἄν φάγη ἡμῶν τι τούτων», Αντιφάν.) 3. θρασύς, αναιδής 4. (για γυναίκα) φιλάρεσκη 5. (με καλή σημ.) κομψός …   Dictionary of Greek

  • Ντετούς — (Destouches, Τουρ 1680 – Φορτουαζό, Μελέν 1754). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Γάλλου θεατρικού συγγραφέα Φιλίπ Νερικό (Philippe Nericault). Ύστερα από μια μάλλον ανήσυχη εφηβεία, τον πρόσεξε στην Ελβετία ο Γάλλος πρεσβευτής και χάρη στο ενδιαφέρον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»